κείμενο: Κώστας Πασχάλης Μπέης*
Το ούζο θέλει τρόπο σερβιρίσματος, κατάλληλα σκεύη, σωστά εδέσματα. Τα καταλληλότερα ποτήρια, κατά τη γνώμη μας, είναι τα λεγόμενα «κανονάκια», δηλαδή σωληνωτά ποτηράκια με χονδρό πάτο, που το καθένα χωράει 3 – 4 γουλιές ούζου αναμεμειγμένου με νερό. Παλαιότερα, ως «κανονάκια» χαρακτηρίζονταν τα μικρά ποτήρια που είχαν χοντρό πάτο και ελαφρύ άνοιγμα στο χείλος. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ποτήρια αυτά ήταν τα μόνα που χρησιμοποιούνταν για πάρα πολλά χρόνια.
Με τη χρήση αυτού του ποτηριού ελέγχεται η ποσότητα της μερίδας του ούζου, αλλά και επαναλαμβάνεται η εθιμοτυπική κίνηση του ξαναγεμίσματος του ποτηριού με ούζο και νερό. Επίσης, η μικρή ποσότητα του ούζου και, κατά συνέπεια, η γρήγορη κατανάλωση του, διασφαλίζουν και τη μη αλλοίωση του από την πιθανή χρήση πάγου. Ένα ακόμη μυστικό που έχουν τα «κανονάκια» είναι ότι η μύτη μένει έξω από το ποτήρι καθώς πίνουμε και έτσι δεν εισπνέουμε τις αναθυμιάσεις, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν πιο εύκολα σε κατάσταση μέθης.
Το ούζο είναι δυνατό αλκοολούχο ποτό, που σημαίνει ότι πίνεται αργά και μεθοδικά. Το κοντό ποτήρι καλύπτει επαρκώς αυτήν ακριβώς την ανάγκη. Αντίθετα, το ψηλό ποτήρι, που είθισται να χρησιμοποιείται στη Νότια Ελλάδα και κυρίως σε τουριστικές περιοχές, αποτελεί συνέχεια της «φιλοσοφίας» των μπαρ, που θέλει το ούζο να εντάσσεται στην ίδια κατηγορία με τα εισαγόμενα αλκοολούχα ποτά.
Εκ των πραγμάτων, όμως, η «φιλοσοφία» της πόσης του ούζου είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν των χωρών μαζικής διασκέδασης. Η «ουζοποσία» είναι σύμφυτη με την ελληνική κουλτούρα, συνιστά έναν «τρόπο ζωής» που προϋποθέτει απλότητα, ανοιχτή καρδιά, αμεσότητα και ειλικρινή διάθεση για επικοινωνία. Δεν χωράει ούτε σε επίσημα δείπνα, ούτε στις μπάρες των χώρων διασκέδασης. Το ούζο δεν «αγάπησε» ποτέ την πολυτέλεια και τα νεοπλουτίστικα σύνδρομα καταναλωτισμού. Αντιθέτως, έως και σήμερα, διατηρεί τον γνήσιο λαϊκό και πηγαίο χαρακτήρα του.
Έτσι, παρά τις σημαντικές αλλαγές που έχουν επέλθει στην ελληνική κοινωνία, με τη «διείσδυση» στην καθημερινότητα μας ξενόφερτων πρακτικών, στάσεων, αντιλήψεων και συμπεριφορών, το ούζο εξακολουθεί να παραμένει ένα εγχώριο προϊόν (από τα λίγα που έχουν απομείνει) που φέρει πάνω του ένα κομμάτι ελληνικής ταυτότητας.
[…] Θυμήθηκα το πρώτο ταξίδι μου στα αποστακτήρια της Σκωτίας… Ώρες πολλές από άμβυκα σε άμβυκα, δοκιμάζοντας και κρατώντας σημειώσεις, ώσπου την τελευταία ημέρα, χαζεύοντας τον Ατλαντικό, το μαύρο χρώμα της θάλασσας, τον σκοτεινό ουρανό, τα απόκρημνα βράχια, κατάλαβα ότι ένα τέτοιο δραματικό τοπίο δεν θα μπορούσε να βγάλει από τα σπλάχνα του κάτι λιγότερο δριμύ από ουίσκι. Κάπως έτσι θα προέτρεπα τους επισκέπτες του Αιγαίου να κοιτάξουν το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο, το φως, τη θάλασσα και θα καταλάβουν γιατί το ούζο είναι τόσο γλυκόπιοτο (Terroirista, Ούζο όταν πιείς, περιοδικό Gourmet, εφημερίδα Το Βήμα, τ.77/19.5.2013)
(*) Κώστας Πασχάλης Μπέης, ποτοποιός (σερραϊκή Ποτοποιία Μπέη) και συγγραφέας του βιβλίου «Από το Ρακί στο Ούζο – Μεθυστικό ταξίδι γευσιγνωσίας και ουζοποσίας», απόσπασμα του οποίου δημοσιεύεται στο παραπάνω άρθρο.