Διήγημα του Νίκου Αλμπανόπουλου

Τους πρώτους μήνες στα Ιωάννινα κατέβαινε κάτι απογεύματα στη λίμνη, από τη μεριά του Δώδεκα. Καθόταν μόνος στο πεζούλι -ποτέ δεν συνάντησε ψυχή- και μέτραγε τα λιγοστά φώτα που όσο νύχτωνε ανάβανε εδώ κι εκεί στο Μιτσικέλι. Μια φορά, Δεκέμβρης ήταν, φύσηξε τόσο δυνατά που η λίμνη έγινε θάλασσα, ανάμεσα Σύρο Τήνο. Δεν την είχε ξαναδεί έτσι ανταριασμένη. Οι αφροί πετάγονταν, σπάζανε στον αέρα και ένιωθε τη γλυκιά υγρασία τους στα χείλη. Κι οι Λιγκιάδες ψηλά αχνοί μες την κορεσμένη ατμόσφαιρα, σαν το χαμένο πλοίο του ιπτάμενου Ολλανδού.

Εκείνη τη νύχτα τόλμησε πρώτη φορά να μπει στου Νίκου, να ζεσταθεί το κοκαλάκι του. Λίγες παρέες, ντόπιοι, εκτός από δυο φρικιά που θα μπορούσαν να ‘ναι και φοιτητές. Κανείς δεν του ‘δωσε σημασία. Διάλεξε το τραπέζι που βρισκόταν μακρύτερα στα φρικιά. Στην άλλη γωνιά μια έγχρωμη τηλεόραση έπαιζε χαμηλόφωνα ειδήσεις. Ούτε αυτήν κοιτούσε κανείς.

Ένας ψηλός άντρας έψηνε πίσω από τον πάγκο. Οι καπνοί έφταναν στο ταβάνι, αδιαφορώντας για το ανεμιστηράκι που δούλευε διαρκώς σε μια τρύπα στο τζάμι. «Τι τον κάνει να πιστεύει», σκέφτηκε, «ότι θα στρίψουν οριζόντια να βγουν έξω»; Για κανονικό απορροφητήρα, ούτε λόγος.

Όταν βγήκε να σερβίρει μερικά τσίπουρα σκόρπια, σταμάτησε στο τραπέζι του για την παραγγελία. Τον ρώτησε αν έχει εμφιαλωμένο ούζο.

Το βλέμμα του Νίκου -ακόμα τότε δεν ήξερε τ’ όνομά του- θα το θυμόταν καιρό: Τον κοίταξε καχύποπτα από πάνω μέχρι κάτω σαν να ‘λεγε «τι ‘ν’ αυτό το φρούτο» και απαξίωσε να του απαντήσει. Γύρισε στον πάγκο του, ασχολήθηκε λίγο με το τηγάνι κι επέστρεψε με ένα ποτήρι αδειανό κι ένα μπουκάλι χωρίς ετικέτα στο άλλο χέρι. Πρέπει στο μεταξύ να το δούλεψε λίγο στο μυαλό του, γιατί την ώρα που γέμιζε το ποτήρι του ‘πε: «εμφιαλωμένο το αγοράζω». Τίποτα άλλο.

Ψέματα, βέβαια. Χύμα το ‘παιρνε, έκανε μπαμ. Αγνώστων στοιχείων, γύρευε σε ποιο υπόγειο φτιαγμένο, με τι σόι αιθανόλη. Με το που το ‘φερε στα χείλη, το ‘δε αμέσως το υπόγειο μπροστά του. Κακοφωτισμένο, τρία μπετένια σκαλιά κάτω, ένα μοναδικό παράθυρο στο ύψος του δρόμου, το μισό τζάμι σπασμένο. Μέχρι που το μύρισε κιόλας! Το ξύλο στα ράφια υγρό, ξέβαφο, οι πρόκες σκουριασμένες, το οινόπνευμα να εξατμίζεται από τις ανοιχτές νταμιτζάνες και τα αδειανά μπουκάλια. Μια ξεφτισμένη σφουγγαρίστρα στον κουβά πρόσθετε στο οσφρητικό μίγμα χλωρίνη.

Κάτι τον αποζημίωσε -ο μεζές. Στο κρυμμένο τηγάνι, εκεί ναι, έκανε θαύματα. Το πιάτο που έφτασε στην επόμενη έξοδο είχε στη μέση ένα αυγό μάτι μελάτο, με αλάτι χοντρό και ρίγανη. Πρώτη φορά έβλεπε αυγό τηγανητό για μεζέ ούζου! Γύρω ντομάτα λεπτή, φρεσκοκομμένη, ελιές κι αντικριστά δυο κουταλιές τυριά μαλακά, πικάντικα, άγνωστα. Πλάι ακούμπησε πλεκτό καλαθάκι με ψωμί φρέσκο, χωριάτικο, ξυλόφουρνου. Τόσο νόστιμα όλα που έκαναν το ούζο να τραβηχτεί με το ζόρι και τον υποχρέωσαν να ζητήσει δεύτερο. Και με το δεύτερο μεζέ, άνοιξε ακόμα περισσότερο τα μάτια του: μικρά κολοκυθάκια ανθός, γεμιστά! Αυτά ούτε που τα ‘χε ακουστά τότε. Τα σκάλισε με το πιρούνι να καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Κι έπειτα, στο στόμα, διαλύθηκαν και τον πλημμύρισαν γεύση που την αναπολούσε μέρες.

Αυτό λοιπόν ήταν. Ένας τίμιος συμβιβασμός επιτεύχθηκε. Το ούζο, μπόμπα. Ο μεζές, στον ουρανό. Το περιβάλλον, στην αρχή έτσι κι έτσι. Μετά, ήταν και θέμα συνήθειας. Συντέλεσε που εκείνος ο χειμώνας ήταν πολύ κρύος, και για Γιάννενα μιλώντας. Ασυνήθιστο τέτοιο κρύο για αυτόν, να τρυπάει τη μύτη του. Το μαγαζί λοιπόν έγινε συνήθεια. Αλλά συνήθεια έγινε κι ο διάλογος. Τελετουργία. Να ζητά κάθε φορά αυστηρά το ούζο, εμφιαλωμένο. Συνήθεια και στον Νίκο, να του απαντά σαν να τ’ ακούει πρώτη φορά. Κανονική θεατρική παράσταση.

– Εμφιαλωμένο υπάρχει;
– Πάντοτε. Το καλύτερο.

Η απάντηση σοβαρή, το ύφος του συγκρατημένα προσβεβλημένο.
Και δώστου μπόμπα. Ούτε καν η ίδια γεύση δυο φορές.
Κι άλλοτε:

– Έχετε εξ αποστάξεως;
– Εκατό τοις εκατό σήμερον.

«Εκατό τοις εκατό»! Τι θράσος!

Κι ανκόρ:

– Μυτιλήνης αυτό;
– Λήμνου, παραδοσιακό.

Σε κάποια οδό Λήμνου να βρισκόταν το υπόγειο στο Κουτσελιό ή στην Μπάφρα, μπορεί. Ως εκεί η συγγένεια με το νησί.

Την άνοιξη έκανε γνωριμίες κι άλλαξε συνήθειες. Ήρθαν στη ζωή του κορίτσια και έτσι δεν του ‘λειψε το πεζούλι. Ένα ανακάτεμα κι αυτά, σαν το ούζο του Νίκου, λίγο άρωμα, λίγο οινόπνευμα, άλλη η αγκαλιά, άλλη η γεύση κάθε φορά. Μια ερωτική ζαλάδα. «Εσύ ‘σαι που κατέβαινες μόνος στη λίμνη», του ‘πε μια πρωτοετίνα ανάμεσα σε δυο φιλιά λίγο πριν φύγουν για καλοκαίρι. Παραξενεύτηκε που κάποιος είχε προσέξει τη συνήθειά του. Ήταν τελικά μικρή η πόλη κι αυτός όχι τόσο μόνος όσο νόμιζε.

Η Βάσω ήταν η πρώτη γυναίκα. Την είχε γνωρίσει το Μάιο, μέλος μιας μικρής, κλειστής παρέας που γνώρισε συμπτωματικά και τον δέχτηκε ανοιχτόκαρδα. Τον τράβηξε το ώριμο πρόσωπό της με τις ασυνήθιστες γωνίες· οι κινήσεις της, η μελαγχολία που νόμισε ότι είδε κρυμμένη ακόμα και στο γέλιο της. Αλλά έμενε απλός παρατηρητής της. Η Βάσω τον περνούσε τρία χρόνια. Κι είχε έτσι τη βεβαιότητα ότι ήταν εκτός συναγωνισμού.

Τη θυμήθηκε τον Αύγουστο και της έστειλε μια καρτ ποστάλ. Δεν πήρε απάντηση. Για αυτό ήταν έκπληξη όταν το Σεπτέμβριο, επιστρέφοντας κι οι δυο, πρόσεξε τα σημάδια του ενδιαφέροντός της. Μετά συνειδητοποίησε -υπήρχαν από πριν. Απλώς το μυαλό του τα ‘χε κατατάξει στο «αδύνατον».

Τι γύρευε μια γυναίκα από ένα παιδί; Άγνωστο, τουλάχιστον για κείνον, εκείνη την ώρα. Το σίγουρο είναι ότι ένιωσε αμέσως ν’ αλλάζει κατηγορία. Να είναι τούτο δω που του συμβαίνει περίπλοκο και καινούργιο, άξιο για αυτό προσοχής και επιμέλειας, σκεπάζοντας ό,τι είχε χαρεί σε συνομήλικες αγκαλιές ως τότε.

Και αγχώδες. Γιατί η Βάσω τέλειωνε το τέταρτο έτος και ήταν δυνατόν, ανάλογα με το πώς θα πήγαινε στις εξετάσεις, να ‘παιρνε το πτυχίο της και τώρα ακόμα. Το αργότερο το Φεβρουάριο. Αλλά στο μεταξύ θα ξενοίκιαζε το σπίτι και θα ‘ρχόταν για το τελευταίο μάθημα, ποιος ξέρει, για δυο μέρες όλες κι όλες.

Ή τώρα λοιπόν ή ποτέ!

Αλλά υπήρχε μια δυσκολία. Η Βάσω είχε σύντροφο. Χρόνια, μάλιστα. Ένα δεσμό, όπως είχε φροντίσει να πληροφορηθεί, και μόνο έναν σε ολόκληρη τη φοιτητική της ζωή. Χωρίς κανένα λοξοκοίταγμα, ποτέ και πουθενά.

Μέχρι σήμερα βέβαια, αν έπιανε σωστά τα μηνύματα. Γιατί όλα αυτά, λοξοκοίταγμα ήταν. Έμενε ας πούμε πίσω, κοντά του, όταν η παρέα τους ανηφόριζε από τη λίμνη τα βράδια. Έμπαινε στην κουβέντα με κάτι που θα ‘λεγε εκείνος (μερικές φορές ακόμα και για να διαφωνήσει, ήπια) και του χαμογελούσε ζεστά όταν έλεγε κανένα αστείο.

Το κύριο όμως ήταν το βλέμμα της. Τον κοίταζε βαθιά, διαπεραστικά, τα μεγάλα μαύρα μάτια της σαν να ‘ριχναν άγκυρα στα δικά του, τόσο που αυτός αγωνιζόταν να μείνει ψύχραιμος, να μην τα τραβήξει από πάνω της ένοχα. Η επαφή κρατούσε πολλά δευτερόλεπτα και ήταν μια τέτοια στιγμή που συμπέρανε, χωρίς αμφιβολία πια, ότι νοιαζόταν για αυτόν.

Κι έτσι η μεγάλη βόλτα τους ήρθε φυσιολογικά. Ένα βράδυ, μέσα Σεπτέμβρη, έμειναν τελευταίοι της παρέας στο μόλο. Ο φίλος της δεν είχε βγει καθόλου, έδινε μάθημα την επομένη. Αντί να πάρουν την Αβέρωφ, του πρότεινε να περπατήσουν περιμετρικά τον παραλίμνιο δρόμο που ήταν υπό κατασκευή. «Να προλάβω να τον δω πριν φύγω».

Το βάδισμα ήταν στην αρχή ανυπόμονο, μέχρι να χαθεί το φως από τα καφενεία της Μαβίλη. Αμέσως μετά, μαλάκωσε. Δεν υπήρχε φεγγάρι εκείνη τη νύχτα και τα τείχη του Κάστρου έκρυβαν τη φωταψία της πόλης. Όσο προχώραγαν, τόσο βαθύτερα χώνονταν στο σκοτάδι. Οι λάμπες δεν είχαν λειτουργήσει ακόμα, οι εργασίες ήταν σε εξέλιξη, δεξιά κι αριστερά συναντούσαν σωρούς υλικά και οχήματα του εργολάβου. Πεζό, σε ολόκληρη τη διαδρομή, ούτε έναν. Ούτε αμάξια γινόταν να περάσουν.

Κι όταν ξαφνικά ένα κρύο χάδι κατέβηκε από το Μιτσικέλι και τους έκανε να ανατριχιάσουν, πιάστηκαν αμέσως από τη μέση, σαν να ‘ταν το σύνθημα που είχαν προσυμφωνήσει.

Έπειτα, ενώ βάδιζαν έτσι, έπιασε να του μιλάει. Όλα του τα ‘πε, σαν να τα ‘χε στριμωγμένα μέσα της κι αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία της ευκαιρία να τα βγάλει: Πώς μεγάλωσε σε μια συντηρητική οικογένεια σε χωριό· μεγάλο, αλλά πάντως χωριό. Πώς πίστευε ως τα 15, 16, ότι οι γονείς της ήταν οι πιο αγαπημένοι στον κόσμο. Πώς περνούσε τα βράδια της στο υπνοδωμάτιο που μοιραζόταν με τον αδελφό της, να φτιάχνει με το μυαλό της στο σκοτάδι κόσμους που την περίμεναν. Πώς οι σπουδές ήταν η πρώτη αληθινή της φυγή. Πώς ένιωσε στα Ιωάννινα να ξαναγεννήθηκε μόλις πάτησε το πόδι της· ελεύθερο πουλί. Πώς είπε μέσα της, θα κάνω μια σχέση που θα κρατήσει για πάντα -και την έκανε.

Δίπλα της, στα σαράντα λεπτά της διαδρομής, τα ‘κουσε όλα, τα ‘μαθε όλα. Το χέρι το δικό της έμεινε στη μέση του, ως το τέλος. Το δικό του τρύπωσε κάποια στιγμή κάτω από τη μακό μπλούζα της, πάνω στο δέρμα. Ένιωσε για ένα δευτερόλεπτο την ανατριχίλα της και ένα τσίτωμα -και τρομοκρατήθηκε ότι κάτι θα του ‘λεγε. Αλλά εκείνη συνέχισε την αφήγησή της. Και αυτός δεν το μάζεψε πίσω, ως το τέλος, μην θέλοντας να εγκαταλείψει την ερωτική υφή.

Έπειτα φτάσανε στο Δώδεκα και στο πεζούλι του.

– Να καθίσουμε λίγο να σου πω τα ονόματα των χωριών απέναντι, της είπε δείχνοντας τα αχνά φώτα.

Ένιωσε ότι έτσι θα μοιραζόταν κι αυτός κάτι δικό του. Ήταν λάθος, αλλά του πήρε λίγη ώρα να το καταλάβει. Δεν την ενδιέφεραν τα αχνά φώτα στο Μιτσικέλι. Σήμαιναν για κείνην πλατείες χωρίς κόσμο, χωρίς αληθινούς φίλους, με τη μητέρα της να τη φωνάζει σπίτι μόλις τέλειωναν οι ειδήσεις της ΥΕΝΕΔ. Όλη της τη ζωή ήθελε να μένει μακριά από τέτοια χωριά. Κι όσο ήταν Γιάννενα, ούτε μια φορά δεν είχε ακολουθήσει στις εκδρομές που οργάνωνε η παρέα.

– Πάμε, του είπε και σηκώθηκε απότομα.

Στο καλύτερο. Εκεί που ετοιμαζόταν να της πει για τη μια φορά που η αφρισμένη λίμνη του θύμισε το στενό Σύρου Τήνου.

Όρθιος, δοκίμασε να την πιάσει ξανά από τη μέση και να φέρει το πρόσωπό της κοντά στο δικό του.

– Ε! έκανε απαλά και του χαμογέλασε καθώς ξέφευγε από το χέρι του.

Έπειτα έπιασε χαϊδευτικά τη μύτη του.

– Μην ξεχνάς ότι έχω δεσμό.

Του κόπηκαν τα πόδια. Εκείνη το κατάλαβε, στενοχωρήθηκε, δεν θα περίμενε να τελειώσει έτσι η βόλτα τους. Του είπε κάτι για τα μαθήματα, για τις εξετάσεις. Αλλά ήταν φανερό ότι κρατούσε πια απόσταση.

Μόλις πλησίασαν ξανά τα φώτα της πόλης τον καληνύχτησε βιαστικά.

– Θα ανέβω στα γρήγορα, του είπε. Να προλάβω μια επανάληψη. Δίνω μεθαύριο.

Έμεινε μόνος του. Κόντευαν μεσάνυχτα. Σαράντα λεπτά, τόσο πήρε η αφήγηση μιας επαρχιακής ζωής. Το πιο πυκνό χιλιόμετρο ως τότε στη δική του. Γύρισε προς τη λίμνη, αδύνατο να επιστρέψει αμέσως σπίτι.

Βρέθηκε μπροστά στου Νίκου και σκέφτηκε ότι απόψε ειδικά, αν ήταν ο παλιός καιρός και λειτουργούσε ακόμα το πανδοχείο από πάνω, θα έκλεινε δωμάτιο. Τα τραπεζάκια ήταν απλωμένα έξω, αραιά, δυο γεμάτα, τέσσερα άδεια, μισοφωτισμένα από τρεις λάμπες στα δέντρα. Στάθηκε μια στιγμή στο παράθυρο του πάγκου, πλάι στον ανεμιστήρα.

Βρε για δες! Ανάποδα από ό,τι νόμιζε, γύριζε. Προς τα μέσα τραβούσε αέρα, όχι τον καπνό έξω. Να ‘θελε ο Νίκος τη μυρωδιά της λίμνης και των σάπιων φύλλων όσο δούλευε στον πάγκο του;

Διάβηκε το κατώφλι σα ζαλισμένος και είδε τον Νίκο να τον κοιτά με έκπληξη. Μα ναι, είχαν περάσει τρεις μήνες από την τελευταία φορά.

Ήρθε προς το μέρος του.

– Νόμιζα ότι είχες φύγει, του είπε.

Παραξενεύτηκε με την οικειότητα που πρώτη φορά του ‘δειχνε.

– Μπα, έτυχε.

Ένιωσε ξαφνικά την ανάγκη να απολογηθεί.

– Ξέρεις… Παρέες. Και ζέστη. Έχω συνηθίσει μέσα. Να, και σήμερα μέσα θα καθίσω.
– Έλα.

Του τράβηξε ως και την καρέκλα σε ένα από τα δυο τραπέζια που είχε αφήσει στο έρημο εσωτερικό.

Κοίταξε γύρω. Η τηλεόραση ανοιχτή, να παίζει για τον Κανένα μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία, όπως πάντα χωρίς ήχο. Το τηγάνι στο βάθος έψηνε με θόρυβο κάποιο μεζέ -τώρα συνειδητοποίησε ότι το χειμώνα με τον κόσμο δεν είχε ποτέ ακούσει το θόρυβο του λαδιού που καίγεται.

Έκλεισε τα μάτια και έμεινε να πενθήσει την αρχή και το τέλος της σχέσης του με τη Βάσω. Από το μυαλό του πέρασε ξανά ο περίπατός τους, το σαραντάλεπτο, τα δύο κορμιά σφιχτά, το χέρι του ενός στη μέση του άλλου. Μισός έρωτας, σκέφτηκε πικρά. Αλλά και πάλι, έρωτας.

Άκουσε τα βήματα του Νίκου και άνοιξε τα μάτια.

Στο ένα χέρι κρατούσε το συνηθισμένο μικρό ποτήρι. Στο άλλο ένα μπουκάλι ούζο εμφιαλωμένο, σφραγισμένο.

Του χαμογέλασε.

– Έλα και το φυλάω τόσο καιρό. Για σένα το ‘χα πάρει. Κι έλεγα πάει, θα μου μείνει. Μας εγκατέλειψε ο μικρός.

Και το άνοιξε μπροστά του όμορφα, λιμναίικα, παλιοκαιρίσια, τελετουργικά.

Το άρωμα του ούζου όρμηξε στη μύτη του, σχεδόν τον πόνεσε όπως ο κρύος αέρας του Δεκέμβρη.

Αλλάζει ο κόσμος, σκέφτηκε. Εμφιαλωμένο ούζο στο Δώδεκα· η πιο μεγάλη αλλαγή εκεί, από τότε που κλείσανε τα ταμπάκικα.

Ο Ν.Α. πάνω από το Δώδεκα, 1985

Ο Νίκος Αλμπανόπουλος έχει ζήσει στην Ερμούπολη και στα Ιωάννινα. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Ιδεοδρόμιο, Εκ Παραδρομής, Απαγορευμένος Πλανήτης, στην εφημερίδα Ηπειρωτικός Αγών και αλλού.

FacebookTwitterGoogle PlusPinterest